λιπόψυχος

λιπόψυχος
-η, -ο
δειλός, άτολμος: Ήταν λιπόψυχος και φοβόταν να πάει στον πόλεμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιπόψυχος — η, ο 1. αυτός που χάνει εύκολα το θάρρος του, λιγόψυχος, δειλός, άτολμος 2. λιπόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιπόψυχος είναι νεώτερος και σχηματίστηκε προφανώς με επίδραση τών αρχ. λιποψυχῶ, λιποψυχία] …   Dictionary of Greek

  • εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιποψυχώ — άω και έω (AM λιποψυχῶ, έω) 1. λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου («τραυματισθεὶς πολλὰ ἐλιποψύχησε», Θουκ.) 2. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω μσν. 1. χάνω τις δυνάμεις μου, εξασθενώ 2. μέσ. λιποψυχοῡμαι, έομαι λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα παραγόταν… …   Dictionary of Greek

  • μικρόψυχος — η, ον (ΑΜ μικρόψυχος, ον) μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός (νεοεελ. μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος. επίρρ... μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως) 1. άτολμα, δειλά 2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • στενόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που αποθαρρύνεται εύκολα, λιπόψυχος, μικρόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + καρδος (< καρδιά), πρβλ. μεγαλό καρδος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • δειλός — ή, ό επίρρ. ά φοβητσιάρης, άτολμος, δισταχτικός, λιπόψυχος: Ο δειλός δύσκολα προοδεύει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”